λάθρ' — λάθρᾳ , λάθρῃ secretly attic (poetic indeclform adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάρτα — (I) κάρτα (Α) επίρρ. 1. πάρα πολύ, σφοδρά («κάρτα κακῶς ῥιγῶ», Ιππων.) 2. εντελώς, κατ εξοχήν («κάρτα δ ἔστ ἐγχώριος», Αισχύλ.) 3. φρ. «καὶ κάρτα» α) (σε διάλογο) αλήθεια, βέβαια β) για ενδυνάμωση αυτού που λέγεται («ἦσαν μὲν καὶ τὰ ἀνέκαθεν… … Dictionary of Greek
κρυφαίος — κρυφαῑος, αία, ον, θηλ. και ος (Α) 1. κρυμμένος («εἰ δέ τις ἔνδον νέμει πλοῡτον κρυφαῑον», Πίνδ.) 2. λαθραίος, κρυφός, μυστικός («κρυφαῑον ἔπος», Σοφ.). Επιρρ. κρυφαίως (Α) κρυφά. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. από κρυφῇ + κατάλ. αῖος (πρβλ. λαθρ αίος, λιτ αίος)] … Dictionary of Greek
λαθρέμπορος — ο αυτός που κάνει λαθρεμπόριο, κυ. κοντραμπατζής. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαθρ(ο) * + ἔμπορος. Ο τ. είναι πιθ. απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. contrebandier. Η λ. μαρτυρείται από το 1837 στον Βασ. Κιατίπη] … Dictionary of Greek
λαθραλιεία — η παράνομη ως προς τον τόπο, τον χρόνο ή τον τρόπο αλιεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαθρ(ο) + ἁλιεία] … Dictionary of Greek
λαθραναγνώστης — ο αυτός που διαβάζει λαθραία, χωρίς να αγοράζει το έντυπο που διαβάζει. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαθρ(ο) * + ἀναγνώστης] … Dictionary of Greek
λαθρεπίβουλος — λαθρεπίβουλος, ὁ (Α) αυτός που μηχανορραφεί, που σκευωρεί κρυφά. [ΕΤΥΜΟΛ. < λάθρ(ο) * + ἐπίβουλος «αυτός που σχεδιάζει κακό»] … Dictionary of Greek
λαθρεπιβάτης — ο, θηλ. λαθρεπιβάτις και λαθρεπιβάτισσα αυτός που επιβιβάζεται σε οποιοδήποτε μέσο μαζικής μεταφοράς λαθραία, δηλ. χωρίς να καταβάλει εισιτήριο και, προκειμένου για ταξίδι στο εξωτερικό, χωρίς να επιδείξει προς έλεγχο το διαβατήριο ή τα… … Dictionary of Greek
λαθροβοσκή — η η βόσκηση σε απαγορευμένο τόπο χωρίς άδεια τής δασικής υπηρεσίας, λαθραία βοσκή. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαθρ(ο) * + βοσκή] … Dictionary of Greek
λαθροβόλος — λαθροβόλος, ον (Α) αυτός που πλήττει κάποιον λαθραία, κρυφά («ἰξευταί... λαθροβόλῳ δόνακι», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λαθρ(ο) * + βόλος (< βάλλω), πρβλ. δισκο βόλος, κεραυνο βόλος] … Dictionary of Greek